Μ.
Καραγάτσης «Τα χταποδάκια» (Ερωτήσεις σχολικού – Κείμενο)
Τα
χταποδάκια (διήγημα)
Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το
χειμώνα, μα όχι το ‘να πίσω από τα’ άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που
ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο
δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ’
αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που
στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που
τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός.
Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με
τις φτερούγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε
λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που ‘σφιγγε
η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας
πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε,
σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος,
όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ’ ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι —
σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη,
πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο
γερό είχε πέσει, μπερντάχι, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον
είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να
πνίξει στο κράσι το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι,
λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς
τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά το
μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δυο παρέες που βρίσκονταν την ώρα
εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν —δυο
μαντράχαλοι— ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό
για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν
βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει
λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το
μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα
κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να
την ακούσει όλος ο κόσμος:
— Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και
θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι
άρχισε ν’ αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη
μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο ‘να πιότερο από τα’ άλλο. Αφού
τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το
δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα.
Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας
προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου
ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και
το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε
ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
— Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά
σου!
— Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από
την ευγενής πρόθεσις...
— Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς
γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη
παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον
έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον
πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το
κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς —
«περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση
περιπτώσει!». Ο ένας μάλιστα από τους δυο —άνθρωπος ευερέθιστος— σηκώθηκε μια
στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια:
«Μανόλη! Για τ’ όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον
ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά
τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
— Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη;
Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν’ αποφάσισε να ησυχάσει ο
Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν’ ανοίξει
την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον
θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν — τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο
φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν
μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα
φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο
κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν,
μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του χρήσει τα χταπόδια, να τα φάει
εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν
συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες
αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβού ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι
θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας
πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
— Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως
μη μου το ζητάς!
— Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω
κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος —να, τα χταποδάκια μου— και να πιω το κρασί μου,
σα φιλήσυχος πολίτης;
— Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε
ο άλλος κοφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ,
άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα
δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο,
τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε.
Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
— Στην Ευταλία... Αιντε συ να πεις στην
Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω
δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια,
ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους
ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του
να ξεκολλήσει εύκολ’ απ’ το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας
κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
— Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα
ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα ‘χε. Αυτός όμως εκεί!
— Θέλω τσιγάρο.
— Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
— Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
— Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος,
κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε
αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη
κουβέντα:
— Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι
γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα
μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες
και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ’ έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον
πέταξε. Όλα γίνηκαν μ’ ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ’
έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση,
ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον
εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη
θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε
κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η
νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι,
το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν
πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το
ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος
που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα,
μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά,
και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε
μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του.
Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
— Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ’ από
δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα!
Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας
είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας,
άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον
σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια
στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας
να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
— Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα
φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι
αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι
σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
— Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη...
Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν
άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν
άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα
σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση
τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο
χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.
Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι
απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν
εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη
σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε
στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη
θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και
τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που
είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει
για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν
άνθρωπος, ακριβώς...
ο Αστέρας: το βραδινό αστέρι, ο Αποσπερίτης.
μποτζάροντας: γέρνοντας πότε από τη μια και πότε
από την άλλη πλευρά, όπως το σκάφος.
τραμπάκουλο: (λ. ιταλ.), μικρό, πλατύ ιστιοφόρο.
σοροκάδα: κυματισμός της θάλασσας που προκαλείται
από ανέμους νότιους έως δυτικούς.
ερίφης: (λ. τουρκ.) άνθρωπος.
μπερντάχι: ξυλοδαρμός.
γινωμένος (και φτιαγμένος): μεθυσμένος.
σέρτικος: αψύς, νευρικός.
ποσώς: καθαρ., καθόλου.
θαραπάηκαν: (λ. λαϊκή), αγάλιασαν,
ευχαριστήθηκαν.
λακριντί: (λ. τουρκ.), συνομιλία.
κόβε λόγια και στρι: (μάγκικη έκφραση), σταμάτησε τη
συζήτηση και φύγε.
τον πάσα τυχών: παραφθαρμένη λόγια έκφραση, τον
τυχόντα, τον καθένα.
προδικάζω: προεξοφλώ.
ντερμπεντέρης: (λ. τουρκ.) αλήτης.
φουβού: φουφού, είδος ψησταριάς.
τσαμπούκ: (λ. τουρκ.) γρήγορα.
κουτσαβάκικο: μάγκικο (από το κουτσαβάκης = ψευτόμαγκας).
μπεχλιβάνικο: που ταιριάζει σε μπεχλιβάνη (λ.
τουρκ., παλαιστής).
κάνω τον κάργα: λαϊκή έκφραση, παριστάνω το σπουδαίο.
ψοφοδεής: δειλός, κακομοίρης.
μετρονόμιο: όργανο που χρησιμοποιείται (συνήθως από
τους πιανίστες) για να δίνει το χρόνο ενός μουσικού κομματιού.
όστρια: ο νότιος άνεμος.
Ερωτήσεις
1.
Να προσδιορίσετε α) το κοινωνικό περιβάλλον του διηγήματος και β) τα μέσα με τα
οποία ο συγγραφέας το αποδίδει.
α) Το κοινωνικό περιβάλλον του
διηγήματος είναι αυτό των ανθρώπων της εργατικής, λαϊκής τάξης, που βιώνουν τα
ποικίλα προβλήματα του βιοπορισμού και αισθάνονται τις δυσκολίες της ζωής να τους
καταβάλουν, στερώντας τους έτσι μέρος της ανθρωπιάς τους και του ενδιαφέροντος
για τους άλλους, αφού δεν έχουν πια μήτε την αναγκαία δύναμη να αντιμετωπίσουν τις
αντιξοότητες της δικής τους ζωής. Το σκηνικό της ταβέρνας και οι πελάτες που
πίνουν μη έχοντας την παραμικρή διάθεση να απευθύνουν το λόγο σε ανθρώπους
πέραν από αυτούς της παρέας τους, είναι ενδεικτικό του φτωχικού περιβάλλοντος,
αλλά και της βαρυθυμίας που χαρακτηρίζει τα άτομα που κινούνται σε αυτό.
β) Ο συγγραφέας προκειμένου να αποδώσει
το κοινωνικό περιβάλλον και το ιδιαίτερο κλίμα που επικρατεί σε αυτό αξιοποιεί
σε πρώτο και προφανές επίπεδο αφενός την περιγραφή, προκειμένου να παρουσιάσει
το χώρο στον οποίο κινούνται οι άνθρωποι της ιστορίας, καθώς και τους ίδιους τους
ανθρώπους, κι αφετέρου την αφήγηση, ώστε να παρουσιάσει τη δράση και τις συμπεριφορές
των ανθρώπων αυτών, οι οποίες είναι ενδεικτικές του χαμηλού κοινωνικού
στρώματος στο οποίο ανήκουν. Συνάμα, ο συγγραφέας φροντίζει να καταγράψει στο
κείμενό του εκφραστικά μέσα των ανθρώπων αυτών, τα οποία είναι απολύτως
ενδεικτικά του ήθους και του μορφωτικού τους επιπέδου. Λαϊκές εκφράσεις,
παραφθορές λέξεων και λέξεις παρμένες από την αργκό, φωτίζουν με ιδιαίτερη
ενάργεια το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα του διηγήματος.
Ακόμη και η παράθεση των ονομάτων τους είναι
αρκετά εύγλωττη σε σχέση με την κοινωνική τους θέση. Ονόματα, όπως Ευταλία,
Αγλέουρας και Παναγιωτάκης, παραπέμπουν εμφανώς στη λαϊκή τάξη.
2. Γιατί
ο ήρωας του διηγήματος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει λόγιες εκφράσεις (τις
οποίες, επειδή δεν τις ξέρει, τις παραφθείρει);
Ο ήρωας του διηγήματος, ο Παναγιωτάκης,
έχοντας επίγνωση πως τόσο η ηλικία του όσο και η εμφάνισή του δεν τον βοηθούν
ώστε να γίνεται άμεσα αρεστός και δεκτός στις παρέες των άλλων ανθρώπων, επιχειρεί
να δώσει όσο καλύτερη εικόνα για τον εαυτό του μπορεί. Επιχειρεί, έτσι, μέσα
από έναν πιο επίσημο τρόπο ομιλίας να δείξει στους άλλους πως είναι άνθρωπος με
σεβασμό για τους γύρω του και με εκτίμηση για την ευγένεια και τους καλούς
τρόπους. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις έχει ως αποτέλεσμα
να κάνει σημαντικά λάθη, χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται.
Τον ακούμε, μεταξύ άλλων, να λέει: «Και
γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...». Τα εμφανή εκφραστικά
λάθη, που δημιουργούν ένα κωμικό αποτέλεσμα για κάποιον που γνωρίζει τη σωστή
χρήση της γλώσσας, αποτελούν για τον ίδιο την καλύτερη προσπάθειά του να
εκφραστεί με ποιότητα λόγου, ώστε να φανεί ευχάριστος και να δώσει την εντύπωση
ανθρώπου που έχει ένα κάποιο επίπεδο.
3. Ποιο
είναι το κύριο συναίσθημα που διακατέχει τον ήρωα και καθορίζει τη συμπεριφορά
του;
Ο ήρωας του διηγήματος, όντας από τη
φύση του άνθρωπος κοινωνικός, βιώνει έντονα συναισθήματα μοναξιάς και
απόρριψης, διότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του αδυνατεί να βρει ανθρώπους
που να εκτιμούν και να επιζητούν την παρέα του. Το γεγονός ότι πρόκειται για
έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, κακής εμφάνισης, και κατά σύμπτωση, τη στιγμή που
διαδραματίζονται τα γεγονότα σοβαρά χτυπημένο στο πρόσωπο, δημιουργεί αρνητικές
εντυπώσεις στους γύρω του, οι οποίοι και προσπαθούν να τον αποφύγουν.
Ο Παναγιωτάκης προσπαθεί με όλη του την
ευγένεια να παρουσιάσει μια θετική εικόνα στους άλλους, αλλά παρά την καλή του
διάθεση δημιουργεί αμέσως την εντύπωση ενός φορτικού και ενοχλητικού ανθρώπου.
Έτσι, όλες του οι προσπάθειες πέφτουν στο κενό, αφού οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν
με σκληρότητα και επιχειρούν να τον ξεφορτωθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κι ενώ
η αδιαφορία τους απέναντί του και η απροθυμία τους να επικοινωνήσουν μαζί του
είναι σαφέστατες, εκείνος αδυνατεί να καταλάβει γιατί το αίτημά του να μιλήσει
μαζί τους και να βρεθεί για λίγο στην παρέα τους απορρίπτεται με τόση ένταση.
Του φαίνεται αδιανόητο οι άνθρωποι να αρνούνται με τόση επιμονή τη συντροφιά ενός
συνανθρώπου τους. Του φαίνεται αδιανόητο να υπάρχει τόση σκληρότητα στον κόσμο.
4. Ποια
είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του, πού κυρίως εκφράζεται αυτή;
Ο αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της
ιστορίας, εφόσον ανήκει στη μία από τις δύο παρέες του μαγαζιού, σ’ εκείνην που
τα μέλη της συζητούσαν κάποια πολύ σοβαρά και στενόχωρα ζητήματα και δεν είχαν
καμία διάθεση να ασχοληθούν με τον φορτικό Παναγιωτάκη. Ο αφηγητής, επομένως,
παίρνει μέρος σ’ αυτή τη συνολική άρνηση απέναντι στον ήρωα, και στην κορύφωση,
μάλιστα, της ιστορίας σηκώνεται κι αυτός μαζί με τους άλλους και μιλά άσχημα
στον ήρωα, προκειμένου να τον ξεφορτωθούν στα σίγουρα. Η στάση του, άρα, αν
κριθεί με βάση τη συμπεριφορά του εκείνη τη μέρα απέναντι στον μεθυσμένο ήρωα,
είναι αρνητική. Εντούτοις, στο πλαίσιο της αφήγησης μπορούμε να διακρίνουμε
αρκετά σημεία, στα οποία γίνεται σαφές πως δείχνει μεγάλη κατανόηση στα συναισθήματα
μοναξιάς του ήρωα και πως καταλαβαίνει πόσο υποφέρει αυτός ο άνθρωπος που όλοι
του αρνούνται με τόσο έντονο τρόπο τη συντροφιά τους.
Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τα
σχόλια του αφηγητή αμέσως μετά τον άσχημο και προσβλητικό τρόπο που
χρησιμοποίησαν για να διώξουν τον ήρωα από την ταβέρνα: «Όσο εμείς
ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω
του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε». Ο αφηγητής
παραδέχεται πως ακόμη και οι ίδιοι οι άνθρωποι που έβρισαν τον Παναγιωτάκη
ξαφνιάστηκαν με τη σκληρότητά τους, και συνειδητοποιεί πως ακόμη περισσότερο
πληγώθηκε εκείνος ο ηλικιωμένος άνθρωπος που έγινε αποδέκτης μιας τέτοια
συμπεριφοράς. Ο ήρωας νιώθει τα άσχημα λόγια να τον χτυπούν στο στήθος, νιώθει
την κακία των συνανθρώπων του και υποχωρεί, αφού καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει
καμία περίπτωση να τον δεχτούν κοντά τους.
Ο αφηγητής συναισθάνεται τον πόνο του
ήρωα, καταλαβαίνει πόσο υπέφερε από τη μοναξιά του και φροντίζει γι’ αυτό να
αιτιολογήσει κάθε σημείο της φορτικής συμπεριφοράς του. Μιλά για την προχωρημένη
ηλικία του, για τον τραυματισμό του, για τη μέθη του, μα, πάνω απ’ όλα, μιλά
για το πόσο ανθρώπινη ήταν η ανάγκη που εξέφραζε για λίγη συντροφιά, για δυο
ανθρώπους να πιούν μαζί του λίγο κρασί και να ανταλλάξουν λίγες κουβέντες.
5. Ποια
είναι τα στοιχεία του διηγήματος που το κατατάσσουν στην τεχνοτροπία του
νατουραλισμού;
[Ο νατουραλιστής συγγραφέας καταγγέλλει
μέσα από το έργο του την κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες
συνθήκες στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η
κοινωνία μας και ο πολιτισμός της, υποστηρίζουν οι νατουραλιστές, δεν είναι
αντάξια του ανθρώπου· γι' αυτό και στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές
και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή,
χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών
της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, φιλοδοξούν
να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού, ίσως και τη διαμαρτυρία ή την
εξέγερση.
Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι οι
απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι,
άτομα του υπόκοσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι κτλ. Οι νατουραλιστές,
μάλιστα, επιμένουν ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η
συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου.
Σύμφωνα με τον Zola, η ελευθερία αλλά
και η ηθική ευθύνη του ανθρώπου περιορίζονται δραματικά εξαιτίας των δυνάμεων
που επιδρούν επάνω του. Οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο εξωτερικές, όπως λ.χ. η κοινωνία,
οι περιστάσεις ή η φύση, όσο και εσωτερικές, όπως οι βιολογικές καταβολές και η
κληρονομικότητα, οι έμφυτες ορμές, το ένστικτο και γενικά οι δυνάμεις του
ασυνείδητου. Μ' άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής και
δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς.]
Σύμφωνα με τις αρχές του νατουραλισμού,
παρατηρούμε πως ο συγγραφέας επιχειρεί να παρουσιάσει τις άσχημες συνθήκες
διαβίωσης των ανθρώπων της εργατικής τάξης, τη μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή τους,
αλλά και τη σκληρότητα στην οποία μπορούν να φτάσουν, σε μια προσπάθεια ίσως να
εκτονώσουν εσωτερικές τους εντάσεις. Ειδικότερα, διαπιστώνουμε πως ο κεντρικός
ήρωας του διηγήματος είναι ένας ηλικιωμένος μέθυσος, που πολύ πρόσφατα, αν τα
τραύματά του δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας πτώσης, είναι πιθανό να ξυλοκοπήθηκε
από κάποιους. Η απόγνωση του ήρωα και οι απελπισμένες του προσπάθειες να βρει
ανθρώπους που να θέλουν να μιλήσουν μαζί του, υποδεικνύει πως είναι ένας άνθρωπος
του περιθωρίου, τον οποίο αποφεύγουν όλοι γύρω του.
Η φορτική συμπεριφορά του ήρωα
εξηγείται με προσοχή από τον συγγραφέα, ο οποίος μας δίνει στοιχεία για το
προχωρημένο της ηλικίας του, για την άσχημη εμφάνισή του, αλλά και για το
χαμηλό πνευματικό του επίπεδο. Ο συγγραφέας επιμένει στη λεπτομερή παρουσίαση της
συμπεριφοράς του Παναγιωτάκη, προκειμένου οι αναγνώστες να αντιληφθούν και να
κατανοήσουν με πληρότητα την ένταση των συναισθημάτων που βιώνει, καθώς και το
μέγεθος της μοναξιάς του.
Αντιστοίχως, όμως, παρουσιάζει και την
άσχημη συμπεριφορά των ανθρώπων που βρίσκονται στην ταβέρνα, χωρίς να επιχειρεί
καμία απολύτως ωραιοποίηση της κατάστασης. Η ανθρώπινη κακία προβάλλει ως έχει και
δημιουργεί δεινή εντύπωση στους αναγνώστες του κειμένου: «Έξω! Έξω! Φεύγ’ από
δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα!
Ψείρα!».
Έτσι, τόσο ο περιθωριακός ήρωας, όσο
και η ενάργεια με την οποία ο συγγραφέας αποδίδει την εμφανή αντιπάθεια που
αισθάνονται οι πελάτες της ταβέρνας γι’ αυτόν τον μεθυσμένο γέροντα, φανερώνουν
τη σκληρότητα της ζωής και εντάσσουν το κείμενο στο κίνημα του νατουραλισμού.
Ακόμη και σημεία πιο ποιητικά του
κειμένου, έρχονται να αποδώσουν με ιδιαίτερη ένταση τον πόνο του ήρωα, μη αφήνοντας
στον αναγνώστη κανένα περιθώριο να παραγνωρίσει την οδύνη του δυστυχισμένου
αυτού προσώπου: «Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη
νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας
χειμωνιάτικης».