ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ



 

 

 

             Επιμέλεια : Κωνσταντίνος Μανίκας, Φιλόλογος - Ειδικός Παιδαγωγός



Το σύνδρομο Down είναι μια γενετική διαταραχή που επηρεάζει τα χρωμoσώματα.
Τα άτομα με σύνδρομο Down γεννιούνται με τρία, αντί για δύο, αντίγραφα του χρωμοσώματος 21. Υπάρχουν τρεις τύποι του συνδρόμου Down.  Ο συχνότερος τύπος (90-95% των περιπτώσεων)  είναι η τρισωμία 21 δηλαδή  τα άτομα αυτά έχουν ένα επιπλέον χρωμόσωμα 21.  Ο δεύτερος τύπος είναι το μωσαϊκό και εμφανίζεται σε 5-10% των περιστατικών.  Σε αυτή την περίπτωση το χρωμόσωμα 21 σπάζει και αναμιγνύεται με φυσιολογικά κύτταρα.  Η κλινική εικόνα του τύπου αυτού είναι λιγότερο σοβαρή.  Η τρίτη πιο σπάνια μορφή (2%) του συνδρόμου είναι η μετατόπιση. Συμβαίνει τυχαία και είναι κληρονομική (Στασινός, 2016). Τα παιδιά με σύνδρομο Down στην συντριπτική τους πλειοψηφία  έχουν χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης από τον μέσο όρο. Το IQ  τους κυμαίνεται 50-70 ή και μεταξύ 35-50 (Στασινός, 2016). Μόνο τα άτομα που πάσχουν από μωσαϊκισμό του συνδρόμου Down εμφανίζουν 10-30 μονάδες μεγαλύτερο δείκτη IQ. Καθοριστικής σημασίας είναι η έγκαιρη και κατάλληλη  εκπαίδευση των παιδιών με σύνδρομο Down.   Η σωστή και συστηματική εκπαίδευση των παιδιών με σύνδρομο Down διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη και τη μετέπειτα πορεία τους ως ανεξάρτητοι ενήλικες.  Ο στόχος είναι η πλήρης ή μερική  ένταξή τους σε κανονικό σχολείο ή σε ειδική μονάδα εάν υπάρχουν σύνοδες αναπηρίες. Η συμβολή των ειδικών θεραπευτών όπως λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, μουσικοθεραπευτές είναι δέουσας σημασίας. Αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπευτικής αντιμετώπισης των παιδιών με σύνδρομο Down αποτελεί η στήριξη των γονιών από τους φίλους, το οικογενειακό περιβάλλον τους και φυσικά τον παιδίατρό τους. Τα παιδιά με σύνδρομο  Down εμφανίζουν καθυστέρηση στην ομιλία, για αυτό, κρίνεται απαραίτητη η λογοθεραπεία, προκειμένου να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις  δυσκολίες που παρουσιάζουν στην κατάκτηση της γλώσσας (Κρουσταλλάκης, 2000).
Επίσης παρουσιάζουν γνωστικά ελλείμματα στην βραχύχρονη ακουστική και οπτικο-χωρική μνήμη, στον συντονισμό κινήσεων και στις  εκτελεστικές λειτουργίες  (Στασινός, 2016). Επιπλέον, τα περισσότερα άτομα έχουν σοβαρά προβλήματα ακοής και είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούν υποστηρικτικές συσκευές (ακουστικά κλπ), καθώς και προβλήματα όρασης (στραβισμός, μυωπία, καταρράκτης). Αντίθετα, έρευνες έχουν δείξει ότι εμφανίζουν καλή μακρόχρονη λεκτική μνήμη (Στασινός, 2016).
Τα άτομα με το σύνδρομο Down  παρουσιάζουν, ακόμα, προβλήματα συμπεριφοράς. Αυτά μπορεί να είναι υπερκινητικότητα, αυτιστική συμπεριφορά, ντροπαλότητα, κοινωνικό άγχος, απομόνωση, φτερούγισμα και συχνό χτύπημα των χεριών, επιθετική συμπεριφορά κλπ (Στασινός, 2016).            Τα παιδιά με σύνδρομο Down πρέπει να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά, με βάση τα ατομικά τους χαρακτηριστικά. Βασικός πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται η βελτίωση των παιδιών με το σύνδρομο αυτό είναι η αποδοχή και στήριξη από την  οικογένεια. Όπως ανέφερε και ο Πάμπλο Πινέδα, ο πρώτος πτυχιούχος Πανεπιστημίου (στα Παιδαγωγικά και τη Ψυχολογία) στην Ευρώπη με σύνδρομο Down, «Δεν είναι καλό να επιλέγεις ένα παιδί "a la carte". Σε τελική ανάλυση επιλέγουμε το τέλειο. Και όταν όλοι είναι ίδιοι, τότε είμαστε σε πολλά φτωχότεροι. Ακόμη και τα λουλούδια διαφέρουν, αλλά όλα είναι όμορφα…».