Εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρέμβασης για τη Δυσλεξία


Ο εντοπισμός και η διάγνωση των παιδιών με διαταραχή της ανάγνωσης αποτελεί μεν το πρώτο βήμα αλλά δεν επαρκεί αν δεν ακολουθείται από άμεση παρέμβαση. Για να βοηθηθεί ο μαθητής χρειάζεται ένα δομημένο πρόγραμμα εξατομικευμένης παρέμβασης που θα περιλαμβάνει δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουστικής προσοχής, της ακουστικής διάκρισης, της ακουστικής και οπτικής μνήμης και της οπτικής αντίληψης. Επιπλέον, χρειάζεται εξάσκηση στη βραχύχρονη μνήμη και στη φωνημική/φωνολογική ενημερότητα. Ενδεικτικά θα αναφερθούν μερικές δραστηριότητες για την εξάσκηση όλων των τομέων που αναφέρθηκαν αλλά ο κάθε εκπαιδευτικός χρησιμοποιώντας τις γνώσεις, τη εμπειρία και τη φαντασία του μπορεί να δημιουργήσει πολλές ασκήσεις και παιχνίδια. Δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουστικής προσοχής περιλαμβάνουν ακρόαση και αναγνώριση ήχων από το περιβάλλον ή από μουσικά όργανα και παραγωγή ακουστικών/ρυθμικών προτύπων ήχων τα οποία ο μαθητής πρέπει να αναγνωρίσει και να επαναλάβει (ο εκπαιδευτικός δημιουργεί αργά ή γρήγορα ρυθμικά πρότυπα χτυπώντας ένα αντικείμενο ή ένα μουσικό όργανο). Στις δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουσικής διάκρισης ο μαθητής πρέπει να διακρίνει αν ένας ήχος είναι υψηλός ή χαμηλός, δυνατός ή ασθενής, κοντινός ή μακρινός και μπορεί να παίξει παιχνίδια όπως αυτό της τυφλόμυγας όπου με κλειστά τα μάτια πρέπει να διακρίνει έναν ήχο. Για την ανάπτυξη της ακουστικής μνήμης τα παιδιά μαθαίνουν παιδικά τραγούδια, ποιήματα, σειρές γραμμάτων και αριθμών ή επαναλαμβάνουν προτάσεις. Για την ανάπτυξη της οπτικής μνήμης οι μαθητές επαναλαμβάνουν μοτίβα, αφηγούνται ιστορίες από εικόνες, ανακαλούν από τη μνήμη αντικείμενα που είχαν δει και μετά τα κρύψαμε ενώ για την ανάπτυξη της οπτικής αντίληψης συναρμολογούν παζλ ή ταξινομούν σχήματα και χρώματα. Για την εξάσκηση της βραχύχρονης μνήμης οι μαθητές μπορούν να επαναλάβουν μονοψήφιους αριθμούς ή δισύλλαβες λέξεις με την ίδια σειρά που εκφωνήθηκαν. Τέλος, για την ανάπτυξη της φωνημικής/φωνολογικής ενημερότητας οι μαθητές αναλύουν, συνθέτουν, απομονώνουν, διακρίνουν, αφαιρούν και αντιστρέφουν φωνήματα και συλλαβές. Για παράδειγμα, λένε λέξεις ρυθμικά χτυπώντας παλαμάκια χωρίζοντάς τες σε συλλαβές και φωνήματα, αλλάζουν και αντιστρέφουν γράμματα, βρίσκουν λέξεις που ομοιοακαταληκτούν.
Η διδασκαλία των μεταγνωστικών στρατηγικών μάθησης καθώς και των στρατηγικών αυτο-παρακολούθησης, αυτο-διόρθωσης και αυτο-αξιολόγησης επίσης ωφελεί πολύ τους μαθητές και κρίνεται αναγκαία αφού μαθαίνουν να καθοδηγούν τους εαυτούς τους και να ελέγχουν την πρόοδό τους. Ακόμη, είναι αποδεδειγμένο ότι τα παιδιά ανταποκρίνονται πολύ περισσότερο όταν χρησιμοποιούνται θετικοί ενισχυτές (αμοιβές). Μάλιστα, οι αμοιβές είναι πιο αποτελεσματικές όταν πρόκειται για επιθυμητές δραστηριότητες (π.χ. υπολογιστής, γυμναστική) σε σχέση με υλικές αμοιβές και χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψιν οι προτιμήσεις του παιδιού. Στο εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης πρέπει να τίθεται κάθε φορά ένας στόχος και μετά την εκπλήρωσή του ο επόμενος. Στην πορεία είναι αναγκαίο να αξιολογείται η πορεία της παρέμβασης ώστε να αναπροσαρμόζεται όπου χρειάζεται. Εκτός από το δομημένο πρόγραμμα εξατομικευμένης παρέμβασης είναι πολύ σημαντικό οι μαθητές με διαταραχή της ανάγνωσης να έχουν ψυχοσυναισθηματική στήριξη για να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή τους και να αντιμετωπιστούν όποιες συναισθηματικές δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίζουν.
Όσον αφορά το σχολικό πλαίσιο, ο ρόλος του εκπαιδευτικού σήμερα είναι πολυδιάστατος και γι’αυτό οφείλει να είναι επιμορφωμένος και επιστημονικά καταρτισμένος. Χρειάζεται να κατέχει γνώσεις από διάφορα επιστημονικά πεδία (εξελικτική ψυχολογία, εκπαιδευτική ψυχολογία κ.α.), να έχει συναίσθηση του ρόλου του και πάνω από όλα να αγαπά αυτό που κάνει. Η απόκτηση της γνώσης δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Όλοι οι μαθητές δεν προσλαμβάνουν την γνώση με τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο ρυθμό, γι’αυτό χρειάζεται να βρίσκει τις κατάλληλες μεθόδους για να προσαρμόζει τη διδασκαλία του. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του ότι δεν προσφέρει μόνο γνώσεις και μάθηση αλλά συντελεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα των μαθητών καθώς και στην κοινωνική τους ενσωμάτωση. Γι’αυτό είναι απαραίτητο να έχει συναισθηματική επαφή με τους μαθητές του, να έχει δεξιότητες επικοινωνίας, να είναι ευγενικός, διαθέσιμος, ενθαρρυντικός και να μπορεί να λειτουργήσει  ως πρότυπο για τα παιδιά. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που καθιστά σημαντικό το έργο του εκπαιδευτικού είναι το γεγονός ότι η σχολική ηλικία αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία η ποιότητα της αλληλεπίδρασης των παιδιών με το περιβάλλον τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή τους στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή. Ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που μπορεί να δώσει την ώθηση στο μαθητή να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του και τη στάση του με το σχολείο, την οικογένεια και την κοινωνία, να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τους στόχους του και να γίνει υπεύθυνος και ανεξάρτητος.
Είναι αποδεδειγμένο ότι οι μαθητές με ήπιες μαθησιακές διαταραχές όπως η διαταραχή της ανάγνωσης μαθαίνουν πολύ πιο καλά σε μια τάξη γενικής εκπαίδευσης παρά σε τάξεις ειδικής αγωγής. Για να διευκολυνθεί η σχολική ένταξη χρειάζεται να υπάρχουν κατάλληλα και ευέλικτα εκπαιδευτικά προγράμματα καθώς και στελέχωση του σχολείου από διεπιστημονική ομάδα σχολικού ψυχολόγου και ειδικού παιδαγωγού όπου θα πραγματοποιούν την αξιολόγηση του μαθητή και θα σχεδιάζουν από κοινού μαζί με το δάσκαλο της τάξης ένα εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Είναι αναγκαίο να επενδύσει η πολιτεία στην πρώιμη παρέμβαση υψηλής ποιότητας, να δημιουργηθούν οι απαραίτητες δομές και τα κατάλληλα προγράμματα ώστε οι δυσλεκτικοί μαθητές να μπορούν να ενσωματωθούν ομαλά στο σχολείο γενικής εκπαίδευσης.