Ιστορία Προσανατολισμού: Μεθοδολογία ανάλυσης πηγών – παραθεμάτων


Ιστορία Προσανατολισμού: Μεθοδολογία ανάλυσης πηγών – παραθεμάτων
«Ιστορία Προσανατολισμού: Μεθοδολογία ανάλυσης πηγών – παραθεμάτων»

Γενικά:
Η πηγή (παράθεμα) επιβεβαιώνει και τεκμηριώνει τις περισσότερες φορές τις πληροφορίες που μας παρέχει το σχολικό μας βιβλίο, διασαφηνίζοντας και συμπληρώνοντας τα δεδομένα του, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μια περιληπτική απόδοση των ιστορικών γεγονότων. Παράλληλα, η πηγή παρέχει πρόσθετα στοιχεία για ένα θέμα, εμπλουτίζοντας το σχολικό βιβλίο, ώστε να έχουμε μια πιο σφαιρική άποψη των ιστορικών δρώμενων. Ουσιαστικά, θα λέγαμε ότι μάς βοηθάει να μπούμε στο πνεύμα της εποχής. Σκοπός της είναι θα λέγαμε η ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης του υποψηφίου.
Οδηγίες:
  • Περνώντας, λοιπόν, στη δεύτερη ομάδα θεμάτων του διαγωνίσματος της Ιστορίας (κι εφόσον έχουμε ολοκληρώσει τα ζητούμενα της πρώτης ομάδας), οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
  • Αρχικά, διαβάζουμε όσο γίνεται πιο προσεκτικά τα ερωτήματα που μας τίθενται. Πιθανότερη διατύπωση της ερώτησης: «Αντλώντας στοιχεία από το παραπάνω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές γνώσεις, να αναφέρετε…».
  • Κατόπιν, διαβάζουμε συνολικά την πηγή[1] μέχρι να την κατανοήσουμε σε βάθος. Για να την προσεγγίσουμε όσο γίνεται καλύτερα, οφείλουμε να ακολουθήσουμε οπωσδήποτε κάποια βήματα. Καλό είναι αρχικά να προσδιορίσουμε την ταυτότητα της. Συγκεκριμένα:
  • Προσδιορίζουμε το πότε περίπου γράφτηκε. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε αν η πηγή είναι σύγχρονη με τα γεγονότα ή μεταγενέστερη.
  • Ποιος είναι ο δημιουργός της; Ποια είναι η ιδιότητά του;
  • Τι είδους πηγή είναι (πρωτογενής – άμεση ή δευτερογενής – έμμεση);
  • Ποιο είναι το θέμα το οποίο πραγματεύεται;
Τα στοιχεία αυτά κάλλιστα μπορούν να αποτελέσουν και μία ομαλή εισαγωγή στο κείμενό μας, όπως θα δούμε παρακάτω.
  • Στη συνέχεια, συγκεντρώνουμε και ελέγχουμε τις πληροφορίες που μάς παρέχει η πηγή. Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε:
  • να διακρίνουμε τα γεγονότα από τα σχόλια του δημιουργού της πηγής.
  • να διακρίνουμε τις σχετικές με το θέμα πληροφορίες που μας παρέχει η πηγή και οι οποίες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ερώτηση.
  • να εντάξουμε την πηγή στο ιστορικό (χρονικό) της πλαίσιο.
  • Περνάμε τώρα στο σχολικό βιβλίο. Εδώ θα φανεί κατά πόσο έχουμε αφομοιώσει, και το σημαντικότερο, πόσο έχουμε εμπεδώσει τις γνώσεις που αυτό μάς προσφέρει. Αρχικά, θα προσπαθήσουμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα σημεία του σχολικού βιβλίου που έχουν άμεση σχέση με την πηγή και θα τα παρουσιάσουμε όσο γίνεται πιο αυτούσια (δυστυχώς ο «παπαγαλισμός» ακόμη καλά κρατεί…) ή με όσο γίνεται πιο πλήρη απόδοση του νοήματος (εφόσον δεν είναι εφικτή η κατά γράμμα απόδοσή του). Κατόπιν, θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό της πηγής, με σκοπό να βρούμε τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ή συμπληρώνουν εκείνα του σχολικού βιβλίου.
  • Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι κάθε φορά που πρέπει να μεταβούμε από το σχολικό κείμενο στην πηγή καλό είναι να χρησιμοποιήσουμε κάποια μεταβατική φράση, η οποία θα αποτελέσει τη «γέφυρα» μετάβασής μας και θα κάνει όσο γίνεται πιο βατό το πέρασμα από το σχολικό βιβλίο στην πηγή. Καλό είναι δε στην πρώτη αναφορά μας στην πηγή – παράθεμα να δώσουμε και κάποια στοιχεία ταυτότητάς της (από πού την έχουν αντλήσει, ποιος ο συντάκτης – δημιουργός της, αν είναι πρωτογενής ή δευτερογενής κ.ά.). Όλα αυτά θα καταστήσουν το κείμενό μας πιο «ελκυστικό», πιο πειστικό και θα καταδείξουν την κριτική, αλλά και τη συνθετική μας σκέψη, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να πείσουμε τον διορθωτή – βαθμολογητή ότι είμαστε σε θέση να συνθέσουμε –δημιουργήσουμε ένα δικό μας ολοκληρωμένο ιστορικό κείμενο. Βέβαια, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει απλώς να επαναλαμβάνουμε το κείμενο της πηγής, κάτι που πέρα από μεθοδολογικό σφάλμα, μαρτυρά και ενδεχόμενες αδυναμίες μας. Οφείλουμε να βάλουμε τη δική μας «πινελιά», συνθέτοντας ένα νέο κείμενο με το δικό μας ύφος και λόγο.
Άρα: Κείμενο βιβλίου + μεταβατική φράση + κείμενο πηγής.
  • Προτιμούμε τη μέθοδο της σύνθεσης. Μέσω αυτής επιχειρούμε να συνδυάσουμε – ενώσουμε – συνθέσουμε τα δεδομένα του βιβλίου με αυτά της πηγής. Θεωρείται (και δικαίως μάλιστα) ότι διαθέτει υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, άρα και ανταποδοτικότητα στη βαθμολόγηση. Κατά την ανάγνωση της πηγής, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να εντοπίσουμε τα στοιχεία εκείνα που έχουν νοηματική συνάφεια με όσα γνωρίζουμε από το σχολικό βιβλίο.
  • Και η μέθοδος της παράθεσης; Θεωρείται βεβαίως ταχύτερη και ευκολότερη. Τότε γιατί να μην τη χρησιμοποιούμε; Δεν είπε βέβαια κανείς κάτι τέτοιο. Απλώς, από την πλειονότητα των βαθμολογητών δεν προτιμάται και τόσο πολύ… Ο λόγος; Επειδή μάλλον δεν αποτελεί σημάδι καλής προετοιμασίας όσον αφορά το ζήτημα των πηγών κι επειδή επαναλαμβάνονται πολλές φορές τα ίδια πράγματα στην απάντηση.
  • Βέβαια, η επιλογή της μεθόδου (σύνθεσης ή παράθεσης) που θα ακολουθήσουμε στο κείμενό μας εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων. Αυτό που θα καθορίσει την επιλογή μας ενδέχεται να είναι ο διαθέσιμος χρόνος, η ποιότητα της προετοιμασίας μας (ίσως το σημαντικότερο κριτήριο), η εγρήγορση της στιγμής και ο δείκτης δυσκολίας της πηγής που θα μας δώσουν κ.ά. Θεωρητικά (και μόνο θεωρητικά, γιατί στην πράξη μάλλον δεν ισχύει) η βαθμολογική αξιολόγηση αναμένεται να είναι η ίδια, ανεξαρτήτως της μεθόδου που θα ακολουθήσουμε.
  • ΠΡΟΣΟΧΗ: Η δομή των απαντήσεων πρέπει να συμφωνεί με τη δομή των ερωτήσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, εάν αν η ερώτηση είναι διαιρεμένη σε υποερωτήματα (π.χ. α,β,γ) τότε και η απάντησή μας πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει την ίδια δομή, δηλαδή να δομηθεί σε τόσες ενότητες όσες και τα ζητούμενα. Μάλιστα καλό είναι να διακρίνονται μεταξύ τους με σαφήνεια οι υποενότητες, αφήνοντας και μια σειρά κενό, κάνοντας έτσι και λίγο πιο εύκολο το έργο των βαθμολογητών.
  • Καλό είναι σε κάθε περίπτωση να καταστρώνουμε ένα μικρό σχεδιάγραμμα, προκειμένου να ομαδοποιήσουμε σωστά τα στοιχεία που αντλούμε από την πηγή και το σχολικό βιβλίο. Σ’ αυτή την περίπτωση φτιάχνουμε στο πρόχειρό μας δύο στήλες. Στη μία από αυτές γράφουμε σύντομα (από … έως) τα αποσπάσματα – χωρία του σχολικού βιβλίου που σχετίζονται με τις ερωτήσεις. Προσοχή στον χρόνο που θα αφιερώσετε για το σχεδιάγραμμα. Ο χρόνος είναι πολύτιμος. Εντοπίστε όσο γίνεται πιο προσεκτικά το «κομμάτια» του σχολικού βιβλίου. Ενδέχεται η απάντηση να απαιτεί αποσπάσματα διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του βιβλίου. Στην άλλη στήλη γράφουμε σύντομα τις σχετικές με την ερώτηση πληροφορίες που μας παρέχει η πηγή. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε – αν είναι δυνατόν – για κάθε στοιχείο του σχολικού βιβλίου και την αντίστοιχη αναφορά της πηγής που το επιβεβαιώνει ή το συμπληρώνει. Στην περίπτωση τώρα που η πηγή εμπεριέχει στοιχεία – δεδομένα που έρχονται σε μερική ή και πλήρη αντίθεση με αυτά του σχολικού βιβλίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το τελευταίο είναι (ή καλύτερα θεωρείται για να είμαστε πιο προσεκτικοί) το πιο «έγκυρο» και «αξιόπιστο». Αυτό θα αποτελέσει την «πυξίδα» μας και πάνω σ’ αυτό θα συνθέσουμε το δικό μας κείμενο. Παραθέτουμε, λοιπόν, τα «έγκυρα» στοιχεία του σχολικού μας βιβλίου και εν συνεχεία τις αντίθετες απόψεις – θέσεις που καταγράφονται στην πηγή, τονίζοντας από πού τις αντλούμε.
  • Τι γίνεται στην περίπτωση που ιστορικά παραθέματα είναι περισσότερα από ένα; Σ΄ αυτή την περίπτωση πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και να δηλώνουμε κάθε φορά από ποιο παράθεμα αντλούμε τα στοιχεία, προκειμένου να εμπλουτίσουμε ή να επιβεβαιώσουμε το σχολικό βιβλίο. Σε περίπτωση δε που οι πληροφορίες των παραθεμάτων είναι παραπλήσιες, προσπαθούμε να τις ομαδοποιήσουμε, όσο γίνεται πιο εύστοχα. Ενδεικτικές φράσεις: «Οι πληροφορίες που εξάγονται και από τα δύο παραθέματα σχετικά με …», ή «Όπως πληροφορούμαστε τόσο από τον… κείμενο α, όσο και από τονκείμενο β». Αν τώρα οι πληροφορίες των παραθεμάτων είναι διαφορετικές, πρώτα προσπαθούμε να επισημάνουμε τη σχέση τους με το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια τη μεταξύ τους διαφοροποίηση.
  • Αν η πηγή είναι σε καθαρεύουσα, οφείλουμε πρώτα να την εξομαλύνουμε – όσο είναι δυνατό – γλωσσικά, ώστε να την κατανοήσουμε, και μετά προχωράμε στον σχολιασμό της.
  • Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ουσία δημιουργούμε ένα δικό μα κείμενο, γραμμένο στο γ΄ ρηματικό πρόσωπο. Δεν αντιγράφουμε σε καμία περίπτωση αυτούσια κομμάτια της πηγής, παρά μόνο αν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, οπότε το κάνουμε χρησιμοποιώντας εισαγωγικά. Το μάθημα της Ιστορίας δεν είναι Νεοελληνική Γλώσσα. Άρα, δεν κάνουμε απλώς περίληψη της πηγής. Επιχειρούμε – αν χρειαστεί – μόνο ιστορικές αξιολογήσεις και σε καμία περίπτωση προσωπικές. Προσπαθούμε να οδηγηθούμε σε κάποιο λογικό συμπέρασμα, αποφεύγοντας τα «άλματα» στη σκέψη μας, που ενδεχομένως μας οδηγήσουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Το τελικό μας κείμενο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί απλή συρραφή χωρίων του βιβλίου και της πηγής, αλλά αντίθετα ένα ομοιογενές κείμενο.
  • Προσοχή: στην περίπτωση που η πηγή δεν προσφέρει κάποια νέα στοιχεία σε σχέση με αυτά που ήδη υπάρχουν στο βιβλίο ή η διατύπωση της είναι παρόμοια με αυτό, τότε οι πληροφορίες που θα παραθέσουμε χρησιμοποιούνται απλώς για να επιβεβαιώσουν τις ιστορικές γνώσεις. Δηλαδή αυτό που έχουμε να κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση είναι να γράψουμε όλες τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου και σε διάφορα σημεία – όπου κρίνουμε ότι είναι κατάλληλο – εμπλουτίζουμε αυτές τις πληροφορίες με τα στοιχεία της πηγής, που τις επιβεβαιώνουν.
  • Μην ξεχνάμε σε καμία περίπτωση ότι στο κείμενό μας πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες σωστής δόμησης, συνοχής, συνεκτικότητας και αλληλουχίας. Δημιουργούμε, λοιπόν, νοηματικές ενότητες και δίνουμε – όσο είναι δυνατό περισσότερο – προσοχή ακόμη και στην έκταση των παραγράφων. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το κείμενό μας το διορθώνουν Φιλόλογοι…
  • Και μην ξεχνάμε επίσης: στο τέλος του κειμένου μας καλό είναι να τοποθετούνται όλα εκείνα τα στοιχεία της πηγής, που δεν έχουν άμεση σχέση με τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, όπως επίσης και οι ενδεχόμενες αντίθετες απόψεις που εντοπίζουμε στην πηγή για ένα ζήτημα, διευκρινίζοντας
ότι πρόκειται για επιπρόσθετα δεδομένα (π.χ. «Ο (συγγραφέας πηγής) επιπλέον αναφέρει ότι…»
  • Όσον αφορά το κείμενο του παραθέματος, μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμη και στην αρχική του μορφή και να ενταχθεί οργανικά στο εσωτερικό της απάντησης μας, κυρίως με δύο τρόπους: με τη χρήση της παρένθεσης (…) ή των εισαγωγικών «…» . Δεν πρέπει, όμως, να γίνεται κατάχρηση.
Ενδεικνυόμενη μέθοδος θεωρείται η παρουσίαση του κειμένου της πηγής με δικά μας λόγια και στη συνέχεια η παράθεση του ίδιου του κειμένου εντός παρένθεσης στο τέλος της περιόδου. [Δίνουμε την αρχή και το τέλος της περιόδου του κειμένου, θέτοντας ενδιάμεσα τρεις τελείες …][2]
  • Πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο εξής: μερικές φορές ενδέχεται η πληροφορία που μας παρέχει η πηγή να μη μας δίνει άμεση απάντηση στο ζητούμενο της ερώτησης. Ίσως και να αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός συλλογισμού, από τον οποίο τελικά θα προκύψει και η τελική εκτίμησή μας για το θέμα που αφορά στην ερώτηση.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι μας δίνουν την πηγή του σχολικού εγχειριδίου (σελ. 47) σχετική με την κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα. Βάσει των ιστορικών μας γνώσεων οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η …ιστορική ιδιομορφία της ελληνικής ανάπτυξης από κοινού με άλλους παράγοντες προκάλεσε καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Στη συγκεκριμένη πηγή αναφέρονται τα εξής: «συναντάμε κλώστριες, υφαντουργούς και τεχνίτες με λίγα εργαλεία των οποίων η εργασία είναι περίπου αποκλειστικά χειρωνακτική. Εργάζονται για ατελείωτες ώρες μέσα σε θλιβερά σκοτεινά κτίρια, όπου δε βρίσκουν ούτε έστω θέση να κάτσουν ή χώρους υγιεινής …Η αξιολύπητη κι αρρωστημένη όψη πολλών εργατών αποδεικνύει τον υπερβολικά σκληρό μόχθο που επιβάλλεται σ΄ αυτούς». Μέσα από την πηγή, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι οι εργάτες ήταν σωματικά καταπονημένοι, λόγω της εξουθενωτικής εργασίας και των άσχημων συνθηκών. Παράλληλα, αντλούμε πληροφορίες για την πλήρη απουσία μηχανοποίησης της παραγωγής και της μη κατοχύρωσης του ωραρίου εργασίας. Μέσα από αυτές τις πληροφορίες οδηγούμαστε επαγωγικά σε κάποια βαθύτερα συμπεράσματα, όπως ότι απουσίαζε πλήρως η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών και ότι η εργατική νομοθεσία ήταν απαρχαιωμένη κι ελλιπής. Επομένως, βάσει του προηγούμενου συλλογισμού, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι από τα δεδομένα του παραθέματος αποδεικνύεται η καθυστέρηση στην οργάνωση και τη διάδοση  του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου.
  • Κατά τη βαθμολόγηση απαντήσεων σε ερωτήσεις που απαιτούν επεξεργασία ιστορικού υλικού (παραθεμάτων, εικόνων κτλ.) αξιολογείται και η ικανότητά μας να περιορίζουμε αυστηρά την απάντησή μας σε όσα ζητεί η ερώτηση και να μην επεκτεινόμαστε σε κάποιο γενικόλογο συνολικό σχολιασμό ή παρουσίαση του περιεχομένου της «πηγής».
  • Πρωτογενείς (άμεσες) πηγές ονομάζουμε τις πηγές οι οποίες συνετέθησαν ή δημιουργήθηκαν από πρωταγωνιστές ή αυτόπτες μάρτυρες την ίδια εποχή κατά την οποία λάμβανε χώρα το υπό εξέταση ζήτημα π.χ. άρθρα εφημερίδων , διπλωματικά έγγραφα , νόμοι, επίσημα στατιστικά στοιχεία ντοκουμέντα, όπως ημερολόγια, απογραφές, δημόσια έγγραφα ή συνεντεύξεις, αποτελέσματα ερευνών, αρχεία μελετών κτλ. Γράφτηκαν σε σχέση με ένα γεγονός, όχι όμως για να προσφέρουν πληροφόρηση-αφήγηση, αλλά εγκλείουν πρωτογενείς τις προθέσεις των δρώντων προσώπων, άμεσα ή έμμεσα.
  • Δευτερογενείς (έμμεσες) πηγές νοούνται όλες οι αναφορές (άρθρα, βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες κτλ) που αναφέρονται στα υπό μελέτη θέματα και δημιουργήθηκαν σε ύστερο χρόνο κυρίως από ιστορικούς. Είναι κείμενα που παρουσιάζουν γενικεύσεις, αναλύσεις, συνθέσεις, ερμηνείες ή εκτιμήσεις δεδομένων ή πληροφοριών. [3]
  • Η χρήση προλόγου κι επιλόγου σε κάθε περίπτωση είναι θεμιτή, καθώς καλό είναι να ακολουθούμε τις βασικές αρχές παραγωγής λόγου.
  • Προκειμένου να δομήσουμε τον πρόλογό μας, αξιολογούμε το γενικότερο πνεύμα του σχολικού βιβλίου για μία συγκεκριμένη ενότητα ή βασιζόμαστε στην πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου (εφόσον αυτή είναι εισαγωγική) ή συμπυκνώνουμε όσο γίνεται καλύτερα τα δεδομένα που προηγούνται της απάντησής μας, επιχειρώντας να δώσουμε σε αυτή την αίσθηση της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων. Επίσης, στην αρχή κάνουμε και μία σύντομη αναφορά στο είδος του παραθέματος.
  • Ακολουθεί η κυρίως απάντηση, στην οποία συνδυάζουμε δημιουργικά το σχολικό εγχειρίδιο και το παράθεμα, το οποίο λειτουργεί είτε παραπληρωματικά είτε συμπληρωματικά στην αφήγηση του εγχειριδίου. Σε καμία περίπτωση η απάντησή μας δεν αποτελεί το νόημα της πηγής… Έχουμε υπόψη μας ότι η πηγή τεκμηριώνει την ιστορική αφήγηση του βιβλίου και όχι το αντίστροφο.
  • Η απάντησή μας κλείνει – ολοκληρώνεται με τον επίλογο. Εκεί αναφέρουμε γενικά συμπεράσματα και γενικότερες εκτιμήσεις, που απορρέουν από το συσχετισμό των δεδομένων σχολικού εγχειριδίου και πηγής ή συμπυκνώνουμε δεδομένα που έπονται της απάντησής μας (σύντομη αναφορά στις μετέπειτα εξελίξεις που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με βάση τις ιστορικές μας γνώσεις ) σε μια προσπάθεια να δώσουμε σε αυτή την αίσθηση της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων.
  • Οφείλουμε, λοιπόν, να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία και έμφαση στις βασικές αρχές παραγωγής γραπτού λόγου: περιεχόμενο, έκφραση, δομή:
  • Περιεχόμενο: Η διατύπωση πρέπει να είναι ακριβής και σαφής. Αποφεύγουμε να μεταφέρουμε στην απάντηση μας αυτούσια κομμάτια – αποσπάσματα από την πηγή ( μόνο τους ιστορικούς όρους – ορολογία) και να διατυπώνουμε προσωπικές – υποκειμενικές κρίσεις (όταν δεν μας ζητούνται).
  • Έκφραση: σωστή χρήση γραμματικών και συντακτικών κανόνων. Αποφεύγουμε το λογοτεχνικό ύφος, το μακροπερίοδο λόγο.
  • Δομή: ο λόγος μας δομείται σε πρόλογο, κύριο θέμα, επίλογο. Φυσικά ακολουθούμε βασικές αρχές παραγραφοποίησης.
………………………………………………………………………………
[1] Η συνήθης κατηγοριοποίηση των ιστορικών πηγών είναι: α) γραπτές πηγές (π.χ. αφηγηματικές πηγές, επίσημα κρατικά έγγραφα, ιδιωτικά έγγραφα, εφημερίδες, περιοδικά)
β) παραστατικές πηγές (π.χ. εικόνες, σκίτσα, χάρτες, διαγράμματα) γ) απτικές πηγές (π.χ. νομίσματα, σφραγίδες, όπλα, κτίρια, τείχη)
[2] Μερίδα όμως διορθωτών απορρίπτουν τη χρήση του συγκεκριμένου τρόπου ανάλυσης μιας πηγής, με το σκεπτικό ότι ο μαθητής με αυτό τον τρόπο  γράφει δύο φορές το ίδιο πράγμα. Για την αποφυγή, λοιπόν, μιας αρνητικής αξιολόγησης, οφείλουμε να αξιοποιούμε με περίσκεψη το κείμενο της πηγής, μεριμνώντας πάντα πάντοτε να έχουμε αφομοιώσει και να αποδίδουμε με το προσωπικό μας ύφος το περιεχόμενό της.  
[3] Στην ιστορική έρευνα βασική θεωρείται η διάκριση ανάμεσα στις πηγές, που είναι γραπτά τεκμήρια της εποχής των ιστορικών γεγονότων, τα οποία γράφηκαν από σύγχρονους ή λίγο μεταγενέστερους συγγραφείς και στα βοηθήματα, που είναι μεταγενέστερα γραπτά τεκμήρια από συγγραφείς που με βάση τις πηγές έχουν ερευνήσει μία ιστορική περίοδο. Στα βιβλία όμως του ΚΕΕ ή στα θέματα εξετάσεων χρησιμοποιείται συλλήβδην ο όρος «πηγή» – «παράθεμα», ο οποίος ακυρώνει την ουσιώδη διάκριση μεταξύ πηγών και βοηθημάτων.