Επίσκυρος, το ποδόσφαιρο στην αρχαία Ελλάδα





Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρεται ότι επινόησαν ένα παιχνίδι με μπάλα, που ονομαζόταν επίσκυρος, επίσης γνωστό από πηγές και ως φαινίνδα. Παιζόταν κυρίως από άντρες, συνήθως γυμνούς. Σώζεται μια μαρμάρινη εικόνα στην οποία απεικονίζεται ένας άντρας να ισορροπεί μία μπάλα με το πόδι του. Αναφέρεται ότι οι Ρωμαίοι αργότερα μετονόμασαν το παιχνίδι σε harpastum. Ονομάστηκε επίσκυρος διότι παιζόταν σε χώρο με όρια μαύρες πέτρες.

Γενικότερα τα παιχνίδια με την μπάλα, όπως τα μεταφέρει ο Πολυδεύκης (Ονομαστικόν I.X. 103-107): «Τα ονόματα των παιγνιδιών με μπάλα ήταν επίσκυρος, φαινίνδα, απόρραξις, ουρανία. H επίσκυρος ονομαζόταν επίσης εφηβική και επίκοινος (για πολλούς). Παιζόταν από δύο αντίπαλες ομάδες με ίσο αριθμό παιχτών. Aνάμεσα τους τραβούσαν μια γραμμή με μία πέτρα, την οποία αποκαλούσαν σκύρο. Έβαζαν την μπάλα πάνω σ' αυτήν τη γραμμή, και κάθε ομάδα τραβούσε άλλη μια γραμμή πίσω της. H ομάδα που έπιανε πρώτη την μπάλα, την πετούσε πάνω από την αντίπαλη, η οποία έπρεπε να πιάσει την μπάλα ενώ αυτή κινούνταν ακόμη, και να τη ρίξει στο μέρος των άλλων. Aυτό συνεχιζόταν, ώσπου η μία ομάδα κατάφερνε να σπρώξει την άλλη πέρα από τη γραμμή που είχε πίσω της.

Στην απόρραξη έπρεπε να χτυπήσει κανείς την μπάλα δυνατά στο χώμα και ύστερα να δεχτεί το πήδημα της μπάλας στο χέρι του και να ξαναχτυπήσει. Μετριόταν ο αριθμός των χτυπημάτων (ή των πηδημάτων). H ουρανία παιζόταν από ένα παίχτη που έγερνε προς τα πίσω και έριχνε την μπάλα στον ουρανό, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να αρπάξουν την μπάλα πριν πέσει στο έδαφος. (...) Οπότε χτυπούσαν την μπάλα ξανά και ξανά σ' έναν τοίχο και μετρούσαν τον αριθμό των χτυπημάτων. Ο χαμένος αποκαλούνταν γάιδαρος και έκανε ό,τι του έλεγαν, ενώ ο νικητής ήταν ο βασιλιάς και πρόσταζε.

Αναφορές από ποιητές:

Αρριανός, βιβλίο 14ο(46):

[...]εάν είσαι ικανός να την κτυπήσεις με ένα γρήγορο κτύπημα, με το αριστερό, είναι δική σου. Δεν μπορείς; Ανίκανε, δώσε την μπάλα σε κάποιον άλλον[...]-Αρριανός, βιβλίο 14ο(46)

Αντιφάνης, 4ος αιώνας π.Χ., Κωμικός ποιητής:

[...]έπιασε την μπάλα και γέλασε, καθώς την πέταξε σ' έναν παίκτη και ταυτόχρονα έγνεφε πως θα την έδινε σε άλλον. Έσπρωξε έναν άλλον παίκτη που του έκοβε τον δρόμο, ενώ ακούγονταν κραυγές και φωνές, «έξω από τα όρια! Πάνω από το κεφάλι του πέτα την! Πίσω!!»[...]

Γαληνός:

«...Ακόμη και ο φτωχότερος μπορεί να παίξει μπάλα, γιατί αυτή δεν θέλει ούτε δίχτυα, ούτε όπλα, ούτε άλογα, ούτε κυνηγόσκυλα... Και τι είναι πιο βολικό από ένα παιγνίδι, στο οποίο μπορεί να πάρει μέρος ο καθένας ανεξάρτητα από την περιουσία του και τη δουλειά του;...Το παιγνίδι με την μπάλα δεν είναι μόνο καλή άσκηση για τα πόδια, αλλά πολύ καλή και για τα χέρια... Θα καταλάβεις επίσης ότι το παιγνίδι με την μπάλα γυμνάζει το μάτι, αν σκεφτείς ότι όποιος δεν μπορεί να υπολογίσει την τροχιά της, δεν μπορεί και να την πιάσει. Επίσης, ο παίκτης θα οξύνει και την κριτική του ικανότητα». Ιδού και η... εμπόλεμη προοπτική: «Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι το παιγνίδι με την μπάλα σε ασκεί στις σπουδαιότερες κινήσεις τις οποίες εμπιστεύονται οι νόμοι της πόλης στους στρατηγούς της: να επιτίθεται την κατάλληλη στιγμή και να μην γίνεσαι αντιληπτός... να οικειοποιείσαι αυτά που ανήκουν στους εχθρούς, είτε πέφτοντας πάνω τους με ορμή, είτε απροσδόκητα και να κρατάς τα λάφυρα που έχεις πάρει».